- εύσπλαγχνος
- και εύσπλαχνος και έσπλαχνος, -η, -ο (ΑΜ εὔσπλαγχνος, -ον, Μ και εὔσπλαγχνος, -ον)γεμάτος ευσπλαγχνία, πονόψυχος, φιλάνθρωποςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔσπλαγχνονη ευσπλαγχνία, το έλεος.επίρρ...ευσπλάγχνως (ΑΜ εὐσπλάγχνως)ευσπλαγχνικά, με ευσπλαχνία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπλάγχνον. Η λ. σπλάγχνα σήμαινε κυρίως τους πνεύμονες και την καρδιά, που θεωρούνταν έδρα τών συναισθημάτων. Έτσι η λ. εύσπλαχνος δήλωσε «αυτόν που έχει καλή καρδιά, τον πονόψυχο». Το δυσκολοπρόφερτο συμφωνικό σύμπλεγμα -γχν- απλοποιήθηκε νωρίς σε -χν-].
Dictionary of Greek. 2013.